-
1 αγώνας
[-ών (-ώνος)] ο1) спорт, состязание, соревнование, игра;αγώνας δρόμου — бег;
οι ολυμπιακοί αγώνες олимпийские игры;ποδοσφαιρικός αγώνας — футбольный матч;
αγώνας σκακιού — шахматные соревнования;
ημιτελικός αγώνας — полуфинальный матч;
φιλικός αγώνας — товарищеская встреча;
αγώνας του κυπέλλου — соревнование на кубок;
2) борьба;προεκλογικός αγώνας — предвыборная борьба;
απελευθερωτικός αγώνας — освободительная борьба;
3) усилие, напряжённый труд;θα χρειαστεί μεγάλος αγώνας — понадобятся большие усилия;
με πολύν αγώνα — с большим трудом;
§ δικαστικός αγώνας — тяжба; — судебный процесс
-
2 ανώμαλος
η, ο [ος, ον ]1) неровный, негладкий;ανώμαλο έδαφος — пересечённая местность;
2) нарушающий порядок, ненормальный;ανώμαλος χαρακτήρας — неуравновешенный характер;
3) грам, неправильный;ανώμαλα ρήματα — неправильные глаголы;
4) нерегулярный;§ αγώνας ανωμάλου δρόμου спорт, кросс по пересечённой местности
См. также в других словарях:
κυνοδρομία — Αγώνας ταχύτητας μεταξύ γυμνασμένων σκυλιών σε ειδικούς στίβους (κυνοδρόμια), μήκους περίπου 500 μ. Η κ. μπορεί να είναι απλή ή μετ’ εμποδίων. Η συνήθεια διεξαγωγής κ. είναι αρχαιότατη και προέρχεται από το κυνήγι του λαγού, που ήταν πολύ… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
πεζοδρόμιο — το / πεζοδρόμιον, ΝΜ υπερυψωμένο δάπεδο στις δυο πλευρές δρόμου ή γέφυρας, όπου περπατούν οι πεζοί νεοελλ. μτφ. το στέκι ή η δραστηριότητα τού ανθρώπου τού υποκόσμου ή τής πόρνης (α. «άνθρωπος τού πεζοδρομίου» β. «γυναίκα τού πεζοδρομίου») μσν.… … Dictionary of Greek
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών … Dictionary of Greek
κούρσα — η (Μ κούρσα) νεοελλ. 1. αγώνας ιπποδρομίας και ειδ. στον πληθ. οι οργανωμένες με λαχεία και στοιχήματα ιπποδρομίες 2. (αθλ.) αγώνας δρόμου, δρόμος («αρχίζει η κούρσα τών 1.500 μέτρων ανδρών») 3. διαδρομή με άμαξα ή με αυτοκίνητο 4. η απόσταση που … Dictionary of Greek
ποδάρκης — ες και ποδαρκής, ές Α 1. αυτός που σπεύδει τρέχοντας να βοηθήσει, ο γρήγορος στα πόδια («ποδάρκης οἷος Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για φάρμακο) κατάλληλο για τη θεραπεία τής ποδάγρας 3. φρ. α) «ποδαρκής δρόμος» αγώνας δρόμου ταχύτητας β) «ποδαρκέων … Dictionary of Greek
αλάδρομος — ἀλάδρομος, ο (Α) τρέξιμο πάνω από τη θάλασσα (κατά μία εκδοχή δρόμος με άλματα). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. διθυραμβική, που πλάστηκε από τον Αριστοφάνη και απαντά στην κωμωδία του «Όρνιθες». Ετυμολογικά η λ. είναι σύνθετη με πιθανό α συνθ. το ουσ. ἅλς… … Dictionary of Greek
αμαξοδρομία — η 1. περίπατος με άμαξα, αμαξάδα 2. αγώνας δρόμου με άμαξες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + δρομία < δρόμος < δρόμος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξοδρομικός] … Dictionary of Greek
αρματοδρομία — η (AM ἁρματοδρομία) [αρματοδρόμος] αγώνας δρόμου με άρμα νεοελλ. επιδεικτική παρέλαση αρμάτων … Dictionary of Greek